- πραπίδες
- πραπίδεςmidrifffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πραπίδες — αἱ, σπαν. στον εν. πραπίς, ίδος, ή, Α 1. το διάφραγμα που βρίσκεται μεταξύ τού θώρακα και τής κοιλιάς 2. (ως έδρα τής διανοητικής δύναμης) νους, διάνοια 3. (ως έδρα τών αισθήσεων) τα συναισθήματα 4. (ως έδρα τής επιθυμίας) καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια … Dictionary of Greek
πραπίδα — πραπίδες midriff fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδας — πραπίδες midriff fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδεσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδεσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδεσσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδεσσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδι — πραπίδες midriff fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδος — πραπίδες midriff fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραπίδων — πραπίδες midriff fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)